μεστότητα

μεστότητα
η (Α μεστότης) [μεστός]
η ιδιότητα τού μεστού, το να είναι κάτι μεστό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεστότητα — μεστότης fullness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδροσύνη — ἁδροσύνη, η (Α) [ἁδρός] (για τα στάχια) μεστότητα, ωρίμασμα …   Dictionary of Greek

  • αδρότητα — η (Μ ότης, Α ἁδροτής, ῆτος) [ἁδρὸς] αρχ. νεοελλ. 1. σφρίγος, σθένος, δύναμη, ιδίως σωματική 2. μεστότητα, ωριμότητα, ωρίμανση μσν. αφθονία …   Dictionary of Greek

  • ευσαρκία — η (Α εὐσαρκία) [εύσαρκος] νεοελλ. πολυσαρκία αρχ. 1. η καλή κατάσταση, η ευρωστία τού σώματος («εὐσαρκία και ἀσαρκίᾳ», Αριστοτ.) 2. (για καρπό) η μεστότητα …   Dictionary of Greek

  • μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”